- δείλι
- τοτο δειλινό, η εσπέρα: Το δείλι με πιάνει πάντα μια μελαγχολία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από … Dictionary of Greek
δειλινό — Είδος φυτών του γένους μιράμπιλις, γνωστό με την επιστημονική ονομασία μιράμπιλις γιαλάπα (mirabilis jalapa). Το δ. είναι διακοσμητικό φυτό με ψηλούς βλαστούς και μεγάλα φύλλα σε σχήμα καρδιάς. Φτάνει σε ύψος το 1 μ. και τα αρωματικά άνθη του,… … Dictionary of Greek
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
δείλη — η βλ. δείλι … Dictionary of Greek
πένθιμος — η, ο / πένθιμος, ίμη, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που αναφέρεται στο πένθος ή αυτός που είναι δηλωτικός πένθους νεοελλ. 1. αυτός που θυμίζει πένθος ή αυτός που προκαλεί συναισθήματα που ταιριάζουν σε πένθος, δηλ. θλίψη και μελαγχολία («θα πεθάνω… … Dictionary of Greek
υποδείελος — ον, Α αυτός που γίνεται κατά το δείλι, απογευματινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δείελος «απογευματινός»] … Dictionary of Greek
χορδείλης — ο, Ν ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας καπριμουλγίδες τής τάξης αιγοθηλόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chordeiles < χορδή + δείλη «δείλι, απόγευμα»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
δειλινό — το 1. το απόγευμα, το δείλι, η εσπέρα: Θα συναντηθούμε το δειλινό. 2. το απογευματινό φαγητό: Το δειλινό μας είναι πάντοτε ένα φρούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)